φθόριος

φθόριος
-ον, ΜΑ [φθορά ή φθόρος]
το ουδ. ως ουσ. τὸ φθόριον
φαρμακευτικό παρασκεύασμα,χρήσιμο για τη διακοπή τής κύησης, για έκτρωση
αρχ.
1. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί φθορά, ιδίως έκτρωση, βλαπτικός·2. φρ. «φθόριον ἕδνον» — ποσό που δινόταν στη νύφη ως αποζημίωση για την απώλεια τής παρθενίας της πάπ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθόριος — destructive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόριον — φθόριος destructive masc/fem acc sg φθόριος destructive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορίοις — φθόριος destructive masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορίου — φθόριος destructive masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορίων — φθόριος destructive masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορίῳ — φθόριος destructive masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόρια — φθόριος destructive neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφθόριος — ον, Α (για δόντι) σάπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φθόριος «καταστρεπτικός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”