- φθόριος
- -ον, ΜΑ [φθορά ή φθόρος]το ουδ. ως ουσ. τὸ φθόριονφαρμακευτικό παρασκεύασμα,χρήσιμο για τη διακοπή τής κύησης, για έκτρωσηαρχ.1. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί φθορά, ιδίως έκτρωση, βλαπτικός·2. φρ. «φθόριον ἕδνον» — ποσό που δινόταν στη νύφη ως αποζημίωση για την απώλεια τής παρθενίας της πάπ..
Dictionary of Greek. 2013.